-
1 διαπεραω
(fut. διαπεράσω с ᾱσ, aor. διεπέρᾱσα etc.)1) проходить, проезжать(πόλιν Arph.; Ἑλλάδα Eur.)
δ. τὸν βίον Xen. — проводить жизнь, жить2) переправляться, переплывать(Εὔξενον ἐπ΄ οἶδμα Eur.; πέλαγος Isocr.; εἰς Ἰταλίαν Arst.; τὸν Ἰόνιον μετὰ δυνάμεως Plut.)
3) пронзать, пробивать, прокалывать(κνήμην διεπέρασε δόρυ Eur.)
4) проникать5) совершать, выполнять(μόχθους Εὐρυσθέως Eur.)
6) охватывать (своей властью), владеть, править(Μολοσσίας, v. l. Μολοσσίαν Eur.)
7) перевозить, переправлять(πορθμεύς, ὅς σε διεπέρασε Luc.)
-
2 διαβαλλω
1) перебрасывать, переводить, переправлять2) просовывать(δάκτυλον τῆς θύρας Diog.L.)
3) проходить, переходить, проезжать(γεφύρας Eur.)
4) переправляться, переплывать(τὸν Ἰόνιον Thuc., Plut.; πρὸς τέν ἀντιπέρας ἤπειρον Thuc.)
φυγῇ πρὸς Ἄργος διαβαλεῖν Eur. — бежать в Аргос5) сеять рознь, ссорить(τινὰ καί τινα Plat. и τινὰς ἀλλήλοις Arst.)
διαβεβλῆσθαί τινι Plat. — быть во вражде с кем-л.;6) клеветать, оговаривать, чернить(τινὰ πρός τινα Her., Isocr., Xen., τινά τινι Soph., Plat. и τινὰ ἔς τινα Thuc.)
7) обвинять, упрекать, порицать(τινα Thuc.; πρός и εἴς τι Luc.)
8) покрывать позором, порочить(κάλλιστον ἔργον τῷ μισθῷ Plut.)
9) отвергать ( как подложное), отбрасывать(τὸ ἔπος καὴ τέν μυθολογίαν Plut.)
10) тж. med. вводить в заблуждение, обманывать(τινά Her., Arph.)
11) med. перебрасыватьсяδ. πρός τινα τοις κύβοις Plut. — играть с кем-л. в кости
См. также в других словарях:
JONIUM Mare dicitur — non quod Ioniam allnit, sed quodinter Siciliam et Graeciam interfusum, Macedoniam, Epirum, Achaiam et Peloponnesum ad Occid. attingit; il mar Gionio diony s. idem facit cum Hadriatico mari v. 92. Κεῖθεν δ᾿ εὐρυνθεῖσα τιταίνεται Α᾿δρΐας ἅλμη Πρὸς… … Hofmann J. Lexicon universale
RADAUNUS seu RODAUNUS — amnis Germaniae, qui, Dantiscum praeterlapsus, sub ipsis oppidi moenibus, tertiô a mari milliari in Vistulam fluv. influti. Η᾿ριδανὸν, iudice Cluveriô, vocat Herodotus, qui ait, in extremis Europae finibus, Η᾿ριδανὸν καλέεςθαι πρὸς βαρβάρων… … Hofmann J. Lexicon universale
συνδιαβάλλω — ΜΑ διαβάλλω κάποιον μαζί με άλλον ή διαβάλλω κάποιον από κοινού με άλλον αρχ. (σχετικά με περιοχή ξηράς ή θάλασσας) διέρχομαι, διασχίζω ή δαπλέω μαζί με άλλον («[τὰ πλοῑα] πάντα ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek